- βαρυστομαχιά
- και βαροστομαχιά και βαρυστομαχίλα, η και βαρυστομάχιασμα, τοβάρυνση του στομαχιού λόγω δυσπεψίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βαρυστομαχιά και βαρυστομαχίλα < επίθ. βαρυστόμαχος, ενώ ο τ. βαρυστομάχιασμα < βαρυστομαχιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.