βαρυστομαχιά

βαρυστομαχιά
και βαροστομαχιά και βαρυστομαχίλα, η και βαρυστομάχιασμα, το
βάρυνση του στομαχιού λόγω δυσπεψίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βαρυστομαχιά και βαρυστομαχίλα < επίθ. βαρυστόμαχος, ενώ ο τ. βαρυστομάχιασμα < βαρυστομαχιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαρυστομαχιά — η το βάρος που αισθάνεται κανείς στο στομάχι του, η δυσπεψία: Το φαγητό μού έφερε βαρυστομαχιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρυστομαχιάζω — [βαρυστομαχιά] αισθάνομαι βαρυστομαχιά …   Dictionary of Greek

  • βαρυστόμαχος — η, ο 1. αυτός που νιώθει συνήθως βαρυστομαχιά γιατί πάσχει από χρόνια δυσπεψία 2. (για φαγητό) αυτό που προκαλεί βαρυστομαχιά …   Dictionary of Greek

  • στομάχιασμα — το, Ν [στομαχιάζω] βαρυστομαχιά, δυσπεψία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”